μεγιστάν

μεγιστάν
μεγιστάν, ᾶνος, ὁ (fr. μέγας via μέγιστος); almost exclusively, in our lit. always, in pl. μεγιστᾶνες, ων (LXX; PsSol 2:32; TestSol 10:28 C [acc.-ους]; JosAs; Manetho, Apot. 4, 41; Artem. 1, 2 p. 8, 16; 3, 9; Jos., Ant. 11, 37; 20, 26, Vi. 112; 149; Just., D. 107, 2; Tat. 3, 4;; PGM 13, 251 [sing.]; Phryn. 196f Lob.—B-D-F §2: Dorism) a person of high rank, great man, courtier, magnate at Herod’s court Mk 6:21. Gener. οἱ μ. τῆς γῆς Rv 18:23; (w. βασιλεῖς) 6:15. C-HHunzinger, ZNW Beih. 26, ’60, 209–20: Gospel of Thomas.—DELG s.v. μέγας. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεγιστᾶν — μέγας big masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγίσταν — μεγίστᾱν , μέγας big fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγιστάνας — ο (ΑM μεγιστάν, ᾱνος, Μ και μεγιστάνος) αυτός που έχει μεγάλη ισχύ ή που βρίσκεται σε θέση υπεροχής, ισχυρός νεοελλ. φρ. «μεγιστάνας τού πλούτου» πολύ πλούσιος άνθρωπος, πάμπλουτος νεοελλ. μσν. ανώτερος αξιωματούχος, άρχοντας, ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μεγιστάνος — και μεγιστάν, ὁ (Μ)·βλ.μεγιστάνας …   Dictionary of Greek

  • νεάν — νεάν, ὁ (ΑΜ) νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέος, κατά τα ξυνός: ξυνάν, μέγιστος: μεγιστάν, εκτός αν πρόκειται για δωρ. τ. (πρβλ. Ἕλληνες Ἑλλᾶνες)] …   Dictionary of Greek

  • συμμεγιστάν — ᾱνος, ὁ, Μ μεγιστάνας μαζί με άλλον ή με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεγιστάν, ᾶνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”